- αἰσθησίη
- αἰσθ-ησίη, ἡ, = sq., Aret.SD1.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἰσθησίην — αἰσθησίη fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)